Απογοητευτική η απόφαση για την WhatsApp

Από τις αρχές του 2021, η εφαρμογή WhatsApp (εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων) πίεζε τους καταναλωτές να αποδεχτούν αλλαγές των όρων χρήσης και της πολιτικής απορρήτου. Οι καταναλωτές βομβαρδίζονταν, με επαναλαμβανόμενες ειδοποιήσεις, για την αποδοχή των νέων όρων, οι οποίες τους έκαναν να πιστέψουν ότι δε θα έχουν πλήρη πρόσβαση, σε όλες τις δυνατότητες της εφαρμογής, αν δεν αποδεχόντουσαν τους νέους όρους. Αυτοί οι όροι δεν ήταν σαφείς και κατανοητοί και παραβίαζαν την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

Η BEUC, σε συνεργασία με 8 μέλη της, APC (Ρουμανία), Consumentenbond (Ολλανδία), dTest (Τσεχία), Forbrukerradet (Νορβηγία), ΚΕ.Π.ΚΑ. (Ελλάδα), ΕΚΠΟΙΖΩ (Ελλάδα), S.O.S. Poprad (Σλοβακία), UFC-Que choisir (Γαλλία), κατέθεσαν, τον Ιούλιο του 2021, καταγγελία, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Δίκτυο Συνεργασίας μεταξύ των Εθνικών Αρχών για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, εναντίον της εφαρμογής WhatsApp, για πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων καταναλωτών.

Στις αρχές Μαρτίου 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Δίκτυο Συνεργασίας μεταξύ των Εθνικών Αρχών για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών έκλεισαν την έρευνα, για την εφαρμογή της Meta, WhatsApp.

Τα αποτελέσματα της έρευνας απογοήτευσαν τους καταναλωτές. Η WhatsApp δεσμεύτηκε να εξηγεί, καλύτερα, τις αλλαγές της πολιτικής της και να δίνει στους χρήστες της τη δυνατότητα να αρνούνται τις αλλαγές, με τρόπο εξίσου εύκολο, με αυτόν της αποδοχής τους. Όμως, αυτή η δέσμευση αφορά τις μελλοντικές αλλαγές της πολιτικής της εφαρμογής. Δεν προσφέρει καμιά λύση, για τις χιλιάδες των χρηστών, που αποδέχτηκαν τις αλλαγές, το 2021, εξαιτίας των επίμονων, πιεστικών και παρεμβατικών μηνυμάτων, από τη WhatsApp, τα οποία έκαναν τους χρήστες να αποδεχτούν όρους, που δεν ήταν ούτε κατανοητοί, ούτε διαφανείς.

Η καταγγελία, που κατατέθηκε, από τη BEUC και τα 8 μέλη της (συμπεριλαμβανομένου του ΚΕ.Π.ΚΑ.), περιλάμβανε πολλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Περιλάμβανε επιθετικές εμπορικές πρακτικές, καθώς και πολλές και παραπλανητικές αλλαγές των πολιτικών της εταιρίας. Η καταγγελία, επίσης, καταδείκνυε παραβιάσεις της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Από τη στιγμή της κατάθεσης της καταγγελίας, η εταιρεία «πιάστηκε» να παραβιάζει το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων, σε δύο περιπτώσεις, γιατί δεν παρείχε ξεκάθαρη πληροφόρηση, στους χρήστες της.

Δυστυχώς, η απάντηση των αρχών περιορίζεται στη βελτίωση της διαφάνειας, για τους καταναλωτές και μόνον για το μέλλον. Οι αρχές δεν απάντησαν, στο βασικό σημείο της καταγγελίας μας, δηλαδή στην επιθετική φύση των πρακτικών, που χρησιμοποιούσε η WhatsApp και δεν πρόσφεραν καμιά αποκατάσταση, στους καταναλωτές, που υπό την πίεση της WhatsApp, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τους νέους όρους.

Η κ. Ursula Pachl, Αναπληρώτρια Διευθύντρια της BEUC, σχολίασε: «Η καταγγελία μας, για την εταιρεία, έκλεισε έπειτα από πάνω από ενάμιση χρόνο αγώνων και το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Με αυτήν την αδύναμη αντίδραση, οι αρχές προστασίας των καταναλωτών στέλνουν ένα πολύ ανησυχητικό σήμα, αποδεχόμενες ότι ένας τεχνολογικός γίγαντας, όπως η WhatsApp, μπορεί να παραβιάζει τα δικαιώματα των καταναλωτών και να «τη βγάζει καθαρή», με μια υπόσχεση ότι θα συμπεριφερθεί καλύτερα, στο μέλλον. Αυτή η απόφαση καταδεικνύει την απουσία πρόληψης, από τον τρόπο, που επιβάλλεται, σήμερα, η νομοθεσία προστασίας των καταναλωτών καθώς και την ανάγκη επείγουσας αναμόρφωσης της νομοθεσίας, για να διασφαλιστεί μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή της, κυρίως σε περιπτώσεις παραβιάσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο».