fo_164.jpgΑυτό το άρθρο εξετάζει ποιες εταιρίες "βρίσκονται πίσω" από τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, σε ποιες χώρες καλλιεργούνται οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, τι συμβαίνει με την αποκλειστικότητα της χρήσης τους, τα πνευματικά δικαιώματα και τη νομοθεσία που διέπει αυτά τα δικαιώματα. Επίσης, θίγει το πολύ σημαντικό ζήτημα της μόλυνσης.

Παραγωγή και διανομή τροφίμων
Ελάχιστες χώρες καλλιεργούν γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (Γ.Τ.Ο.) και η τεχνολογία έχει επικεντρωθεί σε τέσσερις βασικές καλλιέργειες:
  • Σόγια και καλαμπόκι, που αναλογούν στο 82% της συνολικής παραγωγής.
  • Βαμβάκι και ελαιοκράμβη , που αναλογούν στο 18% της συνολικής παραγωγής.

Οι καλλιέργειες αυτές καλύπτουν την πλειοψηφία της παραγωγής.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία για την Απόκτηση Εφαρμογών Γεωργικής Βιοτεχνολογίας (International Service for the Acquisition of Agri-Biotech Applications):
  1. Tο 1996, η έκταση γης που χρησιμοποιούνταν για καλλιέργεια Γ.Τ.Ο. ήταν 1,7 εκατομμύρια εκτάρια.
  2. Tο 2001, αυξήθηκε σε 52,6 εκατομμύρια εκτάρια. Από αυτά:
  • Το 90% βρίσκεται στις Η.Π.Α. και στην Αργεντινή.
  • Tο 9% βρίσκεται στον Καναδά και την Κίνα.
  • Tο 1% βρίσκεται στη Βόρεια Αφρική (200 χιλιάδες εκτάρια, όπου καλλιεργείται καλαμπόκι, σόγια και βαμβάκι) και στην Αυστραλία (200 χιλιάδες εκτάρια, όπου καλλιεργείται βαμβάκι).

Όπως προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση, 6 χώρες καλλιεργούν Γ.Τ.Ο.

Η ιδιοκτησία της τεχνογνωσίας των Γ.Τ. καλλιεργειών ανήκει, κυρίως, μόνο σε μια εταιρία, τη Monsanto.
  • Tο 2001, το 91% της συνολικής παραγωγής Γ.Τ.Ο., ήταν προϊόντα της Monsanto.
  • Το 9% ήταν προϊόντα των εταιριών AstraZeneca (πρώην Novartis) και Aventis CropScience.

Στο σύνολο της παραγωγής:
  • 77% καλλιεργούνται με ανθεκτικότητα στα ζιζανιοκτόνα.
  • 15% καλλιεργούνται με ανθεκτικότητα στα έντομα.
  •  8% καλλιεργούνται με μικτή ανθεκτικότητα στα ζιζανιοκτόνα και στα έντομα.

Οι εταιρίες αναζητούν, απεγνωσμένα, περισσότερες χώρες και εκτάσεις, για να επεκταθούν οι Γ.Τ.Ο. αλλιώς, τα τρόφιμα θα έχουν περιορισμένες αγορές και η πώληση της παραγωγής δεν θα καλύπτει το τεράστιο κόστος που δαπανάται στην έρευνα, την ανάπτυξη και την προώθηση. Η διαρκώς επαναλαμβανόμενη παραπληροφόρηση των Καταναλωτών, σχετικά με τους Γ.Τ.Ο., είναι ένα μέρος του πολύπλοκου σχεδίου προώθησης.

Σπόροι
Σύμφωνα με το Τμήμα Διατροφής και Γεωργίας του Ο.Η.Ε., στα μέσα της δεκαετίας του '80, υπήρχαν 7.000 προμηθευτές σπόρων και οι αγορές παρουσίαζαν υψηλή ποικιλότητα. Μέχρι το 1998, οι προμηθευτές σπόρων μειώθηκαν σε 1.500. Από αυτούς, μόνον 24 εταιρίες κατείχαν το 50% της αγοράς. Αυτή η συγκέντρωση στην αγορά προέκυψε από την εξαγορά τοπικών εταιριών παραγωγής σπόρων, από Πολυεθνικές (TNCs) εταιρίες, που είχαν σαν απώτερο στόχο την προώθηση Γενετικά Τροποποιημένων σπόρων.

Σήμερα, οι βιομηχανίες παραγωγής σπόρων είναι κομμάτι των εταιριών βιοτεχνολογίας. Η παραγωγή των σπόρων πραγματοποιείται, είτε από εταιρίες θυγατρικές αυτών που κατέχουν την βιοτεχνολογία, όπως η DuPont's Pioneer Seeds, είτε από τις ίδιες τις εταιρίες που κατέχουν την βιοτεχνολογία, όπως η Monsanto και η Syngenta.

Μέσα στο 2002, η Syngenta, προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να θέσει, υπό την κυριαρχία της, μια πολύ σημαντική ποικιλία σπόρων ρυζιού. Το Ινδικό Συμβούλιο Γεωργίας πίεσε το Πανεπιστήμιο Indira Gandhi, να αποσυρθεί από αυτήν την αντιφατική συνεργασία με την Syngenta, η οποία, τελικά, αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την προσπάθεια.

Πνευματικά Δικαιώματα των ευρεσιτεχνιών στους σπόρους
Πριν 40 χρόνια, οι κυβερνήσεις των Δυτικών χωρών υπέγραψαν μια διεθνή συνθήκη, η οποία αναγνώριζε τα Πνευματικά Δικαιώματα των παραγωγών σπόρων, όταν δημιουργούσαν μια βελτιωμένη φυτική ποικιλία, με ανθρώπινη παρέμβαση. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι, όταν μιλάμε για νέες βελτιωμένες ποικιλίες, σε αυτό το άρθρο, αναφερόμαστε στους Γ.Τ.Ο. Αυτά τα Πνευματικά Δικαιώματα έγιναν ένα πανίσχυρο εργαλείο στα χέρια των εταιριών, για να επιβάλλουν τον έλεγχό τους, στην τροφική αλυσίδα. Στα μέσα της δεκαετίας του '80, πολλές εταιρίες κατέθεσαν ευρεσιτεχνίες για νέες καλλιέργειες, αποκτώντας, ταυτόχρονα, το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσής τους, για 20 χρόνια. Η Διεθνής Οργάνωση για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών, έδωσε σε αυτές τις εταιρίες το δικαίωμα να εισπράττουν τα προνόμια(φόρους) των σπόρων τους. 51 χώρες υπέγραψαν αυτή τη Συνθήκη, από τις οποίες η πλειοψηφία είναι Ευρωπαϊκές, αλλά οι αναπτυσσόμενες χώρες πιέζονται, έντονα, για να συμμετάσχουν.

Οι εταιρίες παραγωγής σπόρων, χρησιμοποίησαν φυτά από αναπτυσσόμενες χώρες, χωρίς να καταβάλλουν κανένα αντίτιμο. Στην συνέχεια, πραγματοποίησαν μικρές τροποποιήσεις σε αυτά και κατοχύρωσαν τις καλύτερες ποικιλίες, στο όνομά τους. Δίνοντας τόση ισχύ και το προνόμιο της αποκλειστικής εκμετάλλευσης σε εταιρίες, περιορίστηκαν τα δικαιώματα των αγροτών, αποδεκατίστηκε η συνεισφορά τους στην παραγωγή σπόρων και στη διάσωση ποικιλιών και η παραγωγή σπόρων έγινε αποκλειστικό προνόμιο μεγάλων Πολυεθνικών. Ένα ακόμα αποτέλεσμα της κατοχύρωσης των Πνευματικών Δικαιωμάτων, από τις εταιρίες, ήταν να αυξηθεί το κόστος των σπόρων, λόγω των μονοπωλίων, που δημιουργήθηκαν.

Οι ευρεσιτεχνίες σε μορφές ζωής είναι ένα ζήτημα πολύ αντιφατικό. Η Έκθεση της Επιτροπής του Ο.Η.Ε. για την Ανθρώπινη Εξέλιξη, το 1999, αναφέρει πως αυτές οι ευρεσιτεχνίες οδηγούν σε μια σιωπηλή κλοπή γνώσης αιώνων, από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα στοιχεία αποδεικνύουν το ρόλο των ελάχιστων, αλλά πανίσχυρων εταιριών. Το 74%, δηλαδή 1011 από αυτές τις ευρεσιτεχνίες, ανήκουν σε 6 πολυεθνικές (Monsanto 287, DuPont 279 άμεσος συνεργάτης της Monsanto, Syngenta 173, Dow 157, Aventis 77 και Grupo Pulsar 38). Ανάμεσα σε αυτές, υπάρχουν οι σημαντικότερες ευρεσιτεχνίες για το καλαμπόκι, το ρύζι, το σόργο και τη σόγια.

Σε συνεργασία με την Αμερικανική Κυβέρνηση, οι εταιρίες αυτές ασκούν πιέσεις, σε χώρες εκτός των Η.Π.Α., για να ανοίξουν τις αγορές τους, κυρίως, στο καλαμπόκι και τη σόγια. Η Κυβέρνηση της Βραζιλίας, για παράδειγμα, υπέκυψε στις πιέσεις της Monsanto και απελευθέρωσε την αγορά της γενετικά τροποποιημένης σόγιας, παρακάμπτοντας Νόμους περί Προστασίας του Περιβάλλοντος. Το Πακιστάν, αναγκάστηκε να άρει την απαγόρευση των Γ.Τ. σπόρων, για να μπορέσει να ελέγξει τη χρήση τους, που γινόταν μέσα από μαύρη αγορά.

Η συμφωνία για τα Πνευματικά Δικαιώματα (TRIPS)
To 1995, τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία TRIPS, (The World Trade Organization's Trade-Related Intellectual Property Rights Agreement, η συμφωνία για την ιδιοκτησία των Πνευματικών Δικαιωμάτων, που έχει σχέση με το εμπόριο και έχει υπογραφτεί στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Με βάση αυτήν τη συμφωνία, δόθηκε στις εταιρίες το προνόμιο, να κατοχυρώνουν και να προστατεύουν τις ευρεσιτεχνίες, σε όλα τα κράτη-μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κατοχύρωση και η προστασία της ευρεσιτεχνίας ήταν θέμα Εθνικής Πολιτικής. Αυτή η συμφωνία, που έγινε με στόχο την προστασία των εταιριών, είχε σοβαρότατες επιπτώσεις για τους αγρότες.

Οι αγρότες που καλλιεργούν συγκεκριμένες ποικιλίες που έχουν κατοχυρωθεί, πρέπει να πληρώνουν "φόρο" στην εταιρία που έχει το δικαίωμα χρήσης, ακόμα και αν αυτή βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά και να ανανεώνουν το δικαίωμα χρήσης κάθε χρόνο, για να μπορούν να καλλιεργούν τις νέες ποικιλίες. Η άρνηση από τους αγρότες της καλλιέργειας αυτών των ποικιλιών, δε λύνει το πρόβλημα. Αν σε γειτονική περιοχή καλλιεργείται νέα ποικιλία και μολύνει, τυχαία, την σοδειά τους, υποχρεώνονται και πάλι να πληρώσουν το φόρο χρήσης προς τη δικαιούχο εταιρία, έστω και αν δεν αποτελούσε δική τους επιλογή.

Πουλώντας Σπόρους
Οι Γ.Τ. σπόροι, πολύ συχνά, πωλούνται υπό τον όρο ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μελλοντική σπορά. Μερικές εταιρίες βιοτεχνολογίας έχουν πάρει μέτρα εναντίον παραγωγών, που προσπαθούν να διατηρήσουν σπόρους για μελλοντική καλλιέργεια, βασιζόμενες στη δήλωση της Monsanto ότι αυτή η ενέργεια αποτελεί καταπάτηση των Πνευματικών Δικαιωμάτων. Η διαφύλαξη των σπόρων για μελλοντική σπορά είναι μια διαδικασία με μακρά παράδοση. Προκειμένου οι εταιρίες να "προστατευθούν" από αυτή την παραδοσιακή διαδικασία, παράγουν στείρους σπόρους, οι οποίοι δε μπορούν να αποθηκευτούν και να χρησιμοποιηθούν, για επόμενη σπορά. Αυτά τα "συστήματα προστασίας της τεχνολογίας" (από πολλούς κριτικούς αποκαλούνται "συστήματα εξολοθρευτές"), υποχρεώνουν τους αγρότες να αγοράζουν φρέσκους σπόρους, κάθε χρονιά και έχουν καταδικαστεί από το κοινωνικό σύνολο, τους επιστημονικούς κύκλους και πολλές κυβερνήσεις, σα μια απειλή στην προστασία της διατροφής και μια ανήθικη εφαρμογή της βιοτεχνολογίας. Η αλήθεια είναι ότι οι εταιρίες βιοτεχνολογίας, αφού έγιναν ολιγοπώλια, τώρα συνθλίβουν, οικονομικά, τους αγρότες.

Η Monsanto και η Syngenta, δήλωσαν πως θα σταματήσουν τα "συστήματα εξολοθρευτές", αν δεχθούν ευρεία κριτική. Αλλά δεν κράτησαν τον λόγο τους. Αντίθετα, με την πάροδο του χρόνου, βελτιώνουν αυτά τα συστήματα. Η Syngenta κατέθεσε καινούριο εξολοθρευτικό σύστημα, το Σεπτέμβριο του 2001 και ακολούθησε η DuPont με ένα νέο, τον Οκτώβριο του 2001.

Μόλυνση
Η μόλυνση των μη Γ.Τ. καλλιεργειών από τις Γ.Τ. συμβαίνει σε πολύ σοβαρό βαθμό και είναι μη αναστρέψιμη.
  • Το Σεπτέμβριο του 2001, το Υπουργείο Περιβάλλοντος του Μεξικό ανέφερε μόλυνση του 35% των συμβατικών καλλιεργειών καλαμποκιού από Γ.Τ. καλλιέργειες.
  • Στο Πανεπιστήμιο Manitoba του Καναδά, βρέθηκε ότι μια ποσότητα ελαιοκράμβης, που είχε πιστοποιηθεί ως συμβατική, περιείχε 5% Γ.Τ. Το τραγικό ήταν ότι αυτό το 5% είχε μολύνει όλη την υπόλοιπη ποσότητα. Το γεγονός πως ο συγκεκριμένος σπόρος μολύνθηκε από Γ.Τ. καλλιέργεια, που απείχε 4 χιλιόμετρα, από τη συμβατική καλλιέργεια, μας αποδεικνύει πως η μόλυνση δε μπορεί να συγκρατηθεί.
  • Στη Βόρεια Ντακότα των Η.Π.Α., οι συμβατικοί καλλιεργητές σίτου, διαμαρτύρονται πως οι Γ.Τ. καλλιέργειες ελαιοκράμβης που υπάρχουν σε απόσταση 50 μιλίων, από τις δικές τους, αποτελούν καθημερινή πηγή μόλυνσης.

Η θωράκιση, που πιστεύονταν ότι δημιουργείται από την απόσταση μεταξύ συμβατικής και Γ.Τ. καλλιέργειας, έχει αποδειχθεί απελπιστικά ανεπαρκής, όπως δηλώνει και η Greenpeace. Η μόλυνση μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια όλης ζωής ενός οργανισμού, κυρίως με την συμβολή του ανέμου. Όπως η φωτιά εξαπλώνεται από τον άνεμο, έτσι και η μόλυνση εξαπλώνεται σε καλλιέργειες γεωργών που δε συμφωνούν με τις Γ.Τ. καλλιέργειες.

Η μόλυνση επιβαρύνει τους αγρότες, όχι μόνον γιατί υποχρεώνονται να πληρώσουν το φόρο των Πνευματικών Δικαιωμάτων στο κάτοχο των σπόρων, έστω και αν η μόλυνση ήταν ατύχημα, αλλά και γιατί καταλήγουν να καλλιεργούν κάτι, που δεν έχουν επιλέξει. Η βιομηχανία της Βιοτεχνολογίας προτείνει να βρεθούν Συστήματα αντιμετώπισης της μόλυνσης, από τις Εταιρίες που παράγουν Γ.Τ.Ο., αλλά οι αγρότες με αυτόν τον τρόπο θα εξακολουθήσουν να εξαρτώνται από τις εταιρίες. Θα πληρώνουν για τα συστήματα αυτά, σε εταιρίες που και πάλι θα αποτελούν ολιγοπώλιο. Οι εταιρίες πρέπει να βρουν τρόπους, που θα επιβαρύνουν τις ίδιες, για την αποτροπή της τυχαίας μόλυνσης.

Από το εμπόριο στους Καταναλωτές
Ο έλεγχος της τροφικής αλυσίδας, επιτυγχάνεται, από τις μεγάλες εταιρίες και μέσα από τις μεθόδους εμπορίου και προώθησης προϊόντων. Το 1/3 της συνολικής παραγωγής καλαμποκιού των Η.Π.Α. είναι Γ.Τ. και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτής της παραγωγής προορίζεται για εξαγωγή. Η Cargill, με έδρα τις Η.Π.Α., είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο έμπορος τροφίμων. Η Cargill αυτοπεριγράφεται ως: διεθνής εταιρία επεξεργασίας, προώθησης και διανομής αγροτικών ειδών, ειδών διατροφής, οικονομικών και βιομηχανικών ειδών και υπηρεσιών, με 97.000 εργαζόμενους, σε 59 χώρες. Τα τρόφιμα, που διακινούνται διεθνώς, είναι πολύ πιθανό να περάσουν από τα χέρια της Cargill ή άλλων ομοειδών εταιριών. Η Cargill είναι, επίσης, ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σπόρων τροπικού καλαμποκιού και πλάσματος φύτρου, με σημαντικές πωλήσεις στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική.

Το 1998, η Monsanto εξαγόρασε την επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των σπόρων της Cargill, στη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Η εξαγορά αυτή συμπεριλάμβανε την έρευνα, την παραγωγή και τις εγκαταστάσεις δοκιμών, σε 24 χώρες καθώς και την πώληση και διανομή σε 51 χώρες. Η Cargill ειδικεύεται στην ανάπτυξη και προώθηση καλλιεργειών όπως καλαμπόκι, ηλιοτρόπιο, ελαιοκράμβη, σόγια, σόργο, σιτάρι και υβρίδια ρυζιού.

Ο τέως Πρόεδρος της Monsanto, κ. Hendrik A. Verfaillie δήλωσε: "Η δυνατότητα της βιοτεχνολογίας, που κατέχουμε, ξεπερνάει τα όρια της Βόρειας Αμερικής και μπορεί να καλύψει υπερδιπλάσια έκταση της καλλιεργήσιμης έκτασης της Νότιας Αμερικής. Η εξαγορά της Cargill μας έδωσε γρηγορότερη πρόσβαση σε αυτές τις παγκόσμιες αγορές. Μπορούμε να επιταχύνουμε την προώθηση των προϊόντων μας μέσα από ήδη καθιερωμένους δίαυλους και να φέρουμε αυτή την τεχνολογία, σε όλο και περισσότερους αγρότες, για να καλλιεργήσουν, ό,τι επιθυμούν".

Μια από τις δραστηριότητες της Monsanto και της Cargill ήταν η δημιουργία μιας εταιρίας που ονομάζεται Renessen και η οποία περιγράφεται ως το κοινό βιοτεχνολογικό τόλμημα, που έχει σα στόχο να αναπτύξει νέους σπόρους και, ειδικά, σπόρους για παραγωγή λαδιού. Επιπρόσθετα, η Cargill συγχωνεύτηκε με την Continental Grain, έναν από τους τέσσερις μεγαλύτερους παραγωγούς σπόρων στις Η.Π.Α.

Οι πιο αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας των τροφίμων, είναι οι έμποροι λιανικής πώλησης και οι Καταναλωτές. Από τη στιγμή που οι πολυεθνικές δε μπορούν να εξαναγκάσουν τους εμπόρους να διοχετεύσουν το εμπόρευμά τους, προσπαθούν να εισχωρήσουν στο χώρο του λιανικού εμπορίου. Η Wal-Mart, για παράδειγμα, που είναι η 4η μεγαλύτερη εταιρία παγκοσμίως, εξαγόρασε την Asda, έναν από τους μεγαλύτερους εμπόρους λιανικής πώλησης, στη Μεγάλη Βρετανία. Στις αναπτυσσόμενες χώρες το λιανικό εμπόριο παραμένει, προς το παρόν, περισσότερο διασπαρμένο.

Ο Καταναλωτής είναι ο πιο σημαντικός κρίκος. Είναι αυτός που τροφοδοτεί ή καταστρέφει τα όνειρα κάθε εταιρίας με τις επιλογές του και αυτός που αποφασίζει για το αν θα καταναλώσει ή όχι τα Γ.Τ. Τρόφιμα. Στην Ευρώπη, οι Καταναλωτές κατάφεραν να οργανωθούν και να αντισταθούν στα Γ.Τ. Τρόφιμα. Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι προ των πυλών. Αν οι πολυεθνικές καταφέρουν και εξαγοράσουν το λιανικό εμπόριο, ο Καταναλωτής δεν θα έχει το περιθώριο επιλογής και έτσι αναγκαστικά θα αγοράζει Γ.Τ. Τρόφιμα.
Η Ε.Ε. έχει επιβάλλει την αναγραφή της προειδοποίησης ότι το τρόφιμο περιέχει Γ.Τ.Ο. (γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς), στη σήμανση των τροφίμων, ώστε οι καταναλωτές να μπορούμε να αποφύγουμε την αγορά αυτών των τροφίμων.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε:

 

 


 Δείτε επίσης